εκθρονίζω

εκθρονίζω
εκθρόνισα, εκθρονίστηκα, εκθρονισμένος, μτβ., εξαναγκάζω ηγεμόνα ή ανώτατο κληρικό να εγκαταλείψει το θρόνο του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκθρονίζω — εκθρονίζω, εκθρόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκθρονίζω — απομακρύνω από τον θρόνο τού ηγεμόνα ή αρχιερέα αφαιρώντας του την εξουσία …   Dictionary of Greek

  • γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”